- ανέλπιστος
- -η, -ο (AM ἀνέλπιστος, -ον)μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχοςαρχ.1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστοντο να μην ελπίζεις πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.